χρόνιος

χρόνιος
-α, -ο / χρόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α [χρόνος]
1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, που εξακολουθεί να υπάρχει για μεγάλο χρονικό διάστημα
2. ιατρ. (για ασθένειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από βραδεία εξέλιξη και μεγάλη χρονική διάρκεια
αρχ.
1. αυτός που αργεί να φτάσει κάπου, που καθυστερεί («ὦ φθέγμα ποθεινὸν ἐμοὶ πέμψας χρόνιός τε φανείς», Σοφ.)
2. συνεκδ. αργός, βραδύς («χρόνια τὰ τῶν θεῶν», Ευρ.)
3. αυτός που χρονοτριβεί («μή νυν χρόνιοι μέλλετε πράσσειν», Σοφ.)
4. αυτός που πρόκειται να διαρκέσει για πολύ
5. (για φυτό) αυτός που ζει πολλά έτη, πολυετής
6. (ιδίως για την έμμηνη ρύση) αυτός που εμφανίζεται μετά από τη συνήθη ημερομηνία
7. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χρόνια
χρονίως.
επίρρ...
χρονίως ΝΜΑ, και χρόνια Ν
για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χρόνιος — after a long time masc nom sg χρόνιος after a long time masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρόνιος — after a long time masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρόνιος — α, ο 1. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, αυτός που υπάρχει από πολύ χρόνο. 2. σε ασθένειες, αυτός που χρονίζει, αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο: Η πάθηση αυτή είναι χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονιώτερον — χρόνιος after a long time adverbial comp χρόνιος after a long time masc acc comp sg χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc comp sg χρόνιος after a long time masc acc comp sg χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc comp sg χρόνιος after a… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονιωτάτων — χρόνιος after a long time fem gen superl pl χρόνιος after a long time masc/neut gen superl pl χρόνιος after a long time fem gen superl pl χρόνιος after a long time masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονιωτέραις — χρόνιος after a long time fem dat comp pl χρονιωτέρᾱͅς , χρόνιος after a long time fem dat comp pl (attic) χρόνιος after a long time fem dat comp pl χρονιωτέρᾱͅς , χρόνιος after a long time fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονιωτέρων — χρόνιος after a long time fem gen comp pl χρόνιος after a long time masc/neut gen comp pl χρόνιος after a long time fem gen comp pl χρόνιος after a long time masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονιώτατα — χρόνιος after a long time adverbial superl χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc superl pl χρόνιος after a long time adverbial superl χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονιώτατον — χρόνιος after a long time masc acc superl sg χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc superl sg χρόνιος after a long time masc acc superl sg χρόνιος after a long time neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονίως — χρόνιος after a long time adverbial χρόνιος after a long time masc acc pl (doric) χρόνιος after a long time adverbial χρόνιος after a long time masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”